- αναρπάζω
- (AM ἀναρπάζω)1. σκύβω και αρπάζω κάτι από το έδαφος, αρπάζω προς τα επάνω2. παίρνω κάτι με τη βία, το αρπάζω και το παίρνω μαζί μου3. κυριεύω με έφοδο, λαφυραγωγώαρχ.1. σέρνω, τραβώ με τη βία2. αρπάζω κάτι από τη μέση, κάνω απαγωγή, απάγω3. αρπάζω, κλέβω4. σώζω, διασώζω, λυτρώνω, γλυτώνω5. αρπάζω από την αγορά, αγοράζω εμπόρευμα σε χαμηλή τιμή για να το πουλήσω σε υπερβολική, με αισχροκέρδεια6. (για τον ήλιο) κάνω να εξατμιστεί η υγρασία της γης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)-* + αρπάζω.ΠΑΡ. αναρπαγήαρχ.αναρπάγδην, αναρπαστόςνεοελλ.ανάρπαγος, ανάρπαστος].
Dictionary of Greek. 2013.